τσελικώνω

τσελικώνω
Ν [τσελίκι]
1. χαλυβδώνω, ατσαλώνω
2. μτφ. ενδυναμώνω, ενισχύω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τσελικώνω — και τσιλικώνω τσελίκωσα, τσελικώθηκα, τσελικωμένος, χαλυβδώνω, ατσαλώνω: Τσελίκωσε την καρδιά σου και μην κλαις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσελίκωμα — το, Ν [τσελικώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσελικώνω …   Dictionary of Greek

  • τσιλικώνω — βλ. τσελικώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”